Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

DOS (A love story in reverse)



Το DOS έχει την τύχη – και μαζί την ατυχία –να αποτελεί το ιδιαίτερο έργο ενός ταλαντούχου Έλληνα σκηνοθέτη. Είναι μία από αυτές τις κινηματογραφικές παραγωγές που ο θεατής αφήνεται να απολαύσει, την ίδια στιγμή που οι κριτικοί αγαπούν να ξορκίζουν από την προσωπική τους ταινιοθήκη. Μαζί με τα 45 τετραγωνικά και την Ιστορία 52, θεωρώ πως αποτελούν μια ευκαιρία για την εγχώρια έβδομη τέχνη να ενσωματώσει εμπνευσμένα και εναλλακτικά μέλη στο αποκρυσταλλωμένο σώμα της.

«Τρανή θεά & κοσμοξακουσμένη σε γη και σ’ ουρανό, εγώ είμαι…» η Αφροδίτη αυτοσυστήνεται και κυριαρχεί σε κάθε πλάνο της ταινίας, ως η κινητήριος δύναμη του κέντρου βάρους της. Με την τέχνη της θα υφάνει τον ιστό μιας ερωτικής ιστορίας, που ξετυλίγεται με την ένταση ενός θρίλερ. Ποιός άλλωστε δεν έχει βιώσει το τρομακτικό συναίσθημα του πόνου που προκαλεί η αγάπη – και κυρίως η σταδιακή απώλειά της.

Εκείνο που διαφοροποιεί ωστόσο το DOS, από τις χιλιοειπωμένες κινηματογραφικές μελ-ωδίνες, δεν είναι άλλο από την αισθητική, σχεδόν ονειρική ματιά του Στάθη Αθανασίου. Με τις εικόνες του δημιουργεί ένα σύμπαν δίχως σύνορα, για να άρει τις διαστάσεις της όποιας πραγματικότητάς του και να το εξυψώσει σε ένα ποίημα, εξαϋλώνοντας  τους ήρωες καθώς επιστρέφει στην περιοχή των μύθων – ο διάλογος Αφροδίτης και Ιππόλυτου είναι ενδεικτικός.

Η νυχτερινή περιπλάνηση στη Βαρκελώνη δίνει την αφορμή να γεννηθεί ένας έρωτας την ίδια στιγμή που η φλόγα ενός άλλου τρεμοπαίζει. Εκείνο το μοιραίο βράδυ έρχεται κάπου στην μέση της ταινίας για να εγκαταλείψει τους στοιχειωμένους πρωταγωνιστές στην αγκαλιά των αναμνήσεών τους. Το rewind, όπως πρόσφατα ανακαλύψαμε στο 5Χ2 του Φρανσουά Οζόν, λειτουργεί όπως ο μηχανισμός κάθαρσης, καίτοι με διαφορετικό από τον συνηθισμένο τρόπο. Ο σκηνοθέτης  ακολουθεί την διαδρομή των σκέψεων ενός πληγωμένου εραστή, στο παρελθόν και τη μοιραία εκείνη στιγμή που τον εγκλώβισε στον πόνο του. Η τελική σεκάνς της απόφασης του Έκτορα να προσπεράσει μία ευκαιρία για να ζήσει το – ήδη τελειωμένο – πάθος του έρωτα, βρίσκει τον τρόπο να αφήσει πικρόγλυκη γεύση στο στόμα μας. 

Καίτοι πολλοί πιθανώς να «ζαλιστούν» από το όλο εγχείρημα, προσωπικά οι αισθήσεις μου βρίσκονταν σε εγρήγορση από τις εναλλαγές σκηνών, ιστοριών και πόλεων. Ο ρυθμός που κατάφερε να δώσει στην ταινία του ο Αθανασίου κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, καθώς τον βυθίζει σε δυο κόσμους μιας πραγματικότητας και της φαντασιακής της διάστασης – λέγε με και περπάτημα στο όνειρο, την ενοχή και το υποσυνείδητο. Την ίδια στιγμή ο ίδιος παίζει με το κάδρο του, ως άλλος μύστης της αναγεννησιακής τέχνης, βάζοντας το φόντο του «πίνακά» του να παρακολουθεί  τα τεκταινόμενα –λόγου χάρη η σκηνή όπου ο Ιππόλυτος και η Φαίδρα απολαμβάνουν το πρώτο τους φιλί. Σχολιάζοντας την ίδια του τέχνη παράλληλα, ο σκηνοθέτης αφήνει δυσδιάκριτα τα όρια αληθινού και ψεύτικου, τοποθετώντας την αλήθεια στο ψέμα μιας ταινίας που παρακολουθούμε να γυρίζεται ή μιας σειράς που εξελίσσεται τόσο για τα δικά μας μάτια όσο κι εκείνα της Ines.

Το πόσο ικανός είναι ένας σκηνοθέτης, αποδεικνύεται και στην επιλογή των συνεργατών που θα ζωντανέψουν τον κόσμο του. Στο DOS o Αθανασίου φρόντισε να συμπεριλάβει μερικούς από τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους – τουλάχιστον στο θέατρο από όπου και τους γνωρίζω. Η Μαρίνα Καλογήρου και ο Σταύρος Γιαγκούλης  λιτοί, ζεστοί και με ιδανική χημεία – ο Γιώργος Καραμίχος όπως πάντα εξαιρετικός και η Λαμπρινή Αγγελίδου, την οποία πρώτη φορά συναντώ, να δίνει το ελπιδοφόρο στίγμα της. Εκείνη ωστόσο που κέρδισε την προσοχή μου ήταν η Σοφία Μαραθάκη, που δίνει το περίσσευμα (υποκριτικής) ενέργειάς της σε κάθε σκηνή, με μια αμεσότητα που σε αιχμαλωτίζει (έχοντας παρακολουθήσει την εγρήγορσή της στη θεατρική σκηνή δεν με αιφνιδίασε καθόλου αυτό). Ενώ την πειθαρχημένη ερμηνεία της Inés Castaño συμπληρώνει η έντονη παρουσία του David Fernández Fabu. Ο τελευταίος έχει μια σπιρτάδα την οποία ο σκηνοθέτης δεν άφησε ανεκμετάλλευτη. Κοντά σε αυτούς συμπρωταγωνιστής που πολλάκις κλέβει την παράσταση είναι ο Θοδωρής Αμπαζής. Οι νότες του σε καθηλώνουν, πλημμυρίζοντας τα αισθητήρια όργανά σου με την ηχητική πανδαισία μιας μελωδίας απαλής και συγχρόνως γεμάτη εκρήξεις σιωπηλές. Το κινηματογραφικό ταξίδι δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς αυτές. Και χωρίς αυτή την αιθέρια παρουσία που ακούει στο όνομα Σεραφίτα Γρηγοριάδου (θα μπορούσε να ονομάζεται και Αφροδίτη), που αν δεν την έχετε συναντήσει ποτέ σε κινηματογραφικές ή θεατρικές παραγωγές, έχετε χάσει την ευκαιρία να διαπιστώσετε πώς μια σάρκα μπορεί να έχει τόση ψυχή. Απόκοσμη σχεδόν φιγούρα αξιοποιείται με τον σωστό τρόπο από τον σκηνοθέτη.

Μακριά από τις θορυβώδεις ελληνικές παραγωγές των τελευταίων ετών, ο Αθανασίου διηγείται χαμηλόφωνα την δική του ιστορία, φτιάχνοντας τον κινηματογραφικό του κόσμο έτσι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι: με όλη την ποίηση των εικόνων του να κρύβεται μέσα στη μαγεία μιας λεπτομέρειας. Με λαχτάρα αναμένουμε για το επόμενό του βήμα, ώστε να προχωρήσουμε κι εμείς εμπρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.