Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

OSCARS 2012 - AND THE WINNER IS...



Watching this year’s Oscar award ceremony, I was happy to see that thanks to its 7 times host Billy Crystal, the show gained back some of its old magic. Not completely though but pretty descend. His excellent intro presenting all the nominated best films was hilarious alongside his smart quotes about almost anything (from global economy and politics to showbiz of course).  Cirque du soleil also gave an amazing performance, based on our love for films.
What I cannot understand is the hypocrisy of the Americans, every time an AfroAmerican wins for supporting or leading roles. Octavia Spencer cried the hell out for getting the Oscar and everybody was standing up to support her but a few minutes before when Farhadi, the Iranian director, in his speech, summed up some of the most important questions in our time, he didn’t get half of Spencer’s enthusiasm and support. Farhadi also lost best original screenplay to Woody Allen. Woody is one of my favourite creators, but I can’t admit that Midnight in Paris has such extraordinary plot or characters.
Hugo didn’t have a change to the main categories, although Scorsese gave some of his co-operators the change to take an Oscar home. The big winner is The artist, a film that is made with words listened by the hearts of so many, as it seems. Jean Dujardin left Clooney with just the memory of kissing Crystal and gave the most interesting speech in his sweet French authentic way. Streep must be very tired of being always in the limelight, she was natural but kind of boring to death while accepting her third Oscar. Alexander Payne, getting the Oscar for best adopted scenario, didn’t forget to thank his greek mother, letting her know that he loves her, screaming out loud: Σαγαπώ, just because she had heard Bardem doing the same when he was in his position. Greek mothers, what can you say.
The show was not as boring as it became year by year, thanks to the smartness of its host and the humour that almost all the winners used in their acceptance speech.
Hollywood is just showbiz as everyone admits, but I do not think there is an artist all over the world who has never dreamed of being upstage, there, and giving his own thanks to everyone he has ever met. Some of this year’s winners showed the way, to make the impossible a living certainty. 

Full list of winners: 

Best Cinematography: Robert Richardson, "Hugo"
Best Art Direction: Dante Ferretti and Francesca Lo Schavo, "Hugo"
Best Costume Design: Mark Bridges, "The Artist"
Best Makeup: Mark Coulier and J. Roy Helland, "The Iron Lady"
Best Foreign Language Film: "A Separation"
Best Supporting Actress: Octavia Spencer, "The Help"
Best Editing: Kirk Baxter and Angus Wall, "The Girl With the Dragon Tattoo"
Best Sound Editing: Phillip Stockton and Eugene Gearty, "Hugo"
Best Sound Mixing: Tom Fleischman and John Midgley, "Hugo"
Best Documentary: "Undefeated"
Best Animated Feature: "Rango"
Best Visual Effects: "Hugo"
Best Supporting Actor: Christopher Plummer, "Beginners"
Best Original Score: Ludovic Bource, "The Artist"
Best Original Song: Bret McKenzie, "Man or Muppet"
Best Adapted Screenplay: Alexander Payne, Nat Faxon and Jim Rash, "The Descendants"
Best Original Screenplay: Woody Allen, "Midnight in Paris"
Best Live Action Short: "The Shore"
Best Documentary Short: "Saving Face"
Best Animated Short: "The Fantastic Flying Books Of Mr. Morris Lessmore"
Best Director: Michel Hazanavicius, "The Artist"
Best Actor: Jean Dujardin, "The Artist"
Best Actress: Meryl Streep, "The Iron Lady"
Best Picture: "The Artist"

MAΡΑΝ ΑΘΑ



Να που στην Ελλάδα του 21 αιώνα, κάποιοι θεατράνθρωποι τολμούν να απευθύνονται στο κοινό με γλώσσα παλαιάς κοπής και έργα ιδιάζουσας δυναμικής. Κάνοντας τα επίκαιρα όσο ποτέ. Η εισαγωγή αναφέρεται σ την δύσκολη αποστολή της Γιασεμί Κηλαηδόνη να ανέβει στο σανίδι ως 90χρονος καλόγερος και να μας εξιστορήσει τα γεγονότα της ζωής του.
ΜΑΡΑΝ ΑΘΑ, είναι ο τίτλος του έργου και η παράσταση βασίζεται στο έργο του Θωμά Ψύρρα. Με έντονη την επιρροή από το ύφος του Παπαδιαμάντη, το κείμενο με παρέσυρε στους μυσταγωγικούς ρυθμούς του. Την διασκευή για την επί σκηνής απόδοσή του έκανε ο Δήμος Αβδελιώδης. Η ένστασή μου όσον αφορά την προσαρμογή, είναι το ότι κράτησε ατόφιο το βιβλίο, με αποτέλεσμα έναν δύσκολο άθλο 2,5 ωρών, στον οποίο το μη μυημένο κοινό ενδεχομένως να αντιδράσει.
Το σκηνικό (Μαρία Πασσαλή) εντελώς λιτό αλλά πολύ προσεγμένο: ένα τραπέζι και μία καρέκλα από την οποία ξεκίνησε ο γέροντας την αφήγησή του και τα οποία με τη  συνεχή παρουσία τους μας θύμιζαν το πρόσωπο που εξιστορούσε τα τεκταινόμενα. Παραδίπλα εξελισσόταν κάθε εικόνα της ανάμνησής του.
Η υποκριτική προσπάθεια της  Κηλαηδόνη με έκανε να σκεφτώ πως έτσι θα πρέπει να ήταν ένας ραψωδός στην αρχαιότητα που απήγγειλε στίχους επών. Εξαιρετική προσπάθεια, με αδύναμες ωστόσο κάποιες στιγμές της. Κατάφερνε να μπει και να βγει ταχύτατα από το ένα πρόσωπο στο άλλο, ζωντανεύοντας την κάθε στιγμή,  αλλά κάποιοι «ήρωες» είτε λόγω μεγαλύτερης εξοικείωσης είτε ένεκα περισσότερης επεξεργασίας είχαν πιο επιτυχημένη ενσάρκωση σε σχέση με άλλους.
Η παράσταση στο σύνολό της είχε ρυθμό. Δημιουργούσε και μερικές στιγμές έντονων συναισθημάτων: πλην του τέλους, μακράν η καλύτερη υπήρξε ο νυχτερινός κύκλος των ονείρων, όπου εννέα Ταρσές μαζεύονταν  γύρω από την καθοδηγήτριά τους και κομμάτι  κομμάτι μας αποκάλυπταν την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων. Δυνατή εικόνα, άψογα δεμένη με τον λόγο. Ωστόσο δεν μπορώ να πω το ίδιο για κάθε στάση του ταξιδιού του καλόγερου. Λύσεις υπήρχαν, η διάρκεια όμως, ειδικά στο πρώτο μέρος, κούραζε. Ακόμα και ο κύκλος των ονείρων με την επαναληπτικότητά του, που αναγνωρίζω πως έπρεπε να υπάρχει, παρ’ ολίγον να καταλήξει να αντιμετωπιστεί ως ένα  «χαριτωμένο» εφέ.
Η χρήση κάποιων παραδοσιακών ακουσμάτων και το τραγούδι του νεαρού «ασκητή» ταίριαζαν στο ύφος του έργου (μουσική : Βαγγέλης Γιαννάκης). Σε γενικά πλαίσια έγινε μία πολύ προσεγμένη δουλειά από όλους, χωρίς ωστόσο να απογειωθεί όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα. Χρειαζόταν ίσως μία μεγαλύτερη ευελιξία στο σχήμα του αφηγηματικού οχήματος . Η Κηλαηδόνη κράτησε μία απόσταση από το κοινό, σε αντίθεση με την εγγύτητά της στους ρόλους που υποδύθηκε. Ήταν εκεί επάνω στη σκηνή, σπαρασσόμενη,  αλλά ο θεατής παρέμενε μάρτυρας και ουχί μέτοχος του δράματός της. Εξωτερικός παρατηρητής, με αποτέλεσμα η κάθαρση να αφορά μονάχα τα επί σκηνής δρώντα πρόσωπα.
Μάλιστα εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι ενώ στην αρχή με την χρήση συγκεκριμένης τεχνικής μετρήματος του λόγου, άρχισε να «υποδύεται» τον 90χρονο ήρωα, στο τέλος είχε τόσο αβίαστα κατακτήσει την υπόστασή του. Πιθανόν χρειαζόταν όλο αυτό το ταξίδι ερμηνευτικά για να χτίσει τον απόλυτα βασανισμένο, σώμα και ψυχή, ήρωά της. Έστω κι έτσι, η μνήμη μου κρατά τις εικόνες που πραγματικά με άγγιξαν, γιατί υπήρξαν μερικές…  άλλωστε αυτό είναι το δικαίωμα του θεατή.
Μαράν Αθά: Ο κύριος είναι εδώ, πανταχού παρών για να μας τιμωρήσει.  Ο κύριος είναι μέσα μας, κάθε στιγμή μας τιμωρεί!

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

BIR ZAMANLAR ANADOLU’DA



You don’t know how it is to be bored to death, doctor. But this is something you will tell your children: Once upon a time, in Anatolia. – This is how the (not so smart, yet quite honest into his simplicity) character of driver Arab Ali explains both the title and the concept of this movie. Time and geographic line define and not only describe the route (to inner discovery but also to the dessert) of different people in a movie which tries to find the identity of a whole society.

Nuri Bilge Ceylan wrote the script (with the co-operation of Ebru Ceylan and Ercan Kesal) and directed an adventure, much different regarding its plot than his latest film, Climates (a love story), yet so similar concerning their narrative style.
The first scene shows a variety of people (policemen, soldiers, villagers, the prosecutor, the doctor) wandering in the night, following the suspect into what seems to be his journey into the darkness of his life.  Whether he is guilty or not, this is something we are not – and by we, I mean the viewers who get attached to the doctor’s role in the movie- very interested in finding out. Even when the dead body is in front of us, we prefer to laugh with the jokes being made, than to really get to know why and how the crime happened. After all, it was a big night and as the Greek poet once wrote: it’s the journey that matters, not the arrival. One hour and fifteen minutes later we’re back in town visiting the hospital to see what the doctor has to say about all this. But above this, we come to realize the burdens of the prosecutor and commissar Naci. 

Ceylan with his work tries to search the heart of his country, the special way in which people are affected by the place.  Huge dessert lands, homes without electricity and dogs ready to bite strangers. Everything seems to be against the presence of humans, or maybe it is they who are against what should be their home. Turkish community as depicted in Ceylan’s movie is a patriarchal one, though the women have a key-role in the way every male hero is acting. Kenan here is supposed to be the father of a child lost forever in its mother’s secret life. The prosecutor also carries the guilt of an affair for which he got revenge by his wife – a pretty painful one.   
Taner Birsel and Muhammet Uzuner will become two of my favourite actors, if they keep up being acting like they do – more with silence than words.

What Trier’s and his friends failed to continue, it’s some directors from the east which succeed to complete. Nature has equal role beside the leading actors and the movie has the perfect rhythm. Theo Angelopoulos or Bela Tarr would be proud to watch another colleague of theirs doing such an excellent job. 
 Bir Zamanlar Anadolu’da started the journey to a great cinema adventure.

CAMILLE CLAUDEL: ΤΟ ΚΥΜΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ

Την γλύπτρια Καμίλ Κλωντέλ είχα την τύχη να την συναντήσω μέσα από το πρόσωπο της Ιζαμπέλ Ατζανί, στο βλέμμα της οποίας χανόταν όλη η τρέλα εκείνης. Ήταν το 1990 που μία ταινία σημάδεψε τόσο τον ψυχισμό μου, με την παθιασμένη ερμηνεία της γαλλίδας ηθοποιού να εξωτερικεύει όλη την εσωτερική απελπισία μίας έγκλειστης και ευνουχισμένης από το οικογενειακό της περιβάλλον καλλιτέχνιδος. Με την Καμίλ-Ιζαμπέλ να στοιχειώνει ακόμα τη μνήμη μου, η εικόνα της Λυδίας Φωτοπούλου στο δελτίο τύπου της παράστασης Καμίλ Κλωντέλ:το κύμα της τρέλας, μου φαινόταν κάπως ψυχρή και παράταιρη. Επειδή όμως θέατρο σημαίνει να ξεπερνάς τις αμφιβολίες σου – είτε ως ηθοποιός, είτε ως θεατής- δεν μου έμενε άλλο παρά να αποδεχτώ την πρό(σ)κληση μίας καινούργιας κατάδυσης στον πυρήνα της ψυχής ενός βασανισμένου πλάσματος.

Η εισαγωγή του έργου ομολογώ πως με φόβισε, καθώς αποτελούνταν από ένα βίντεο που μας επέστρεφε στο Παρίσι του τέλους του 19ου αιώνα, εποχή και μέρος όπου έζησε η Κλωντέλ. Οι νότες του πιάνου συνόδευαν την εικόνα, καθώς η Λυδία Φωτοπούλου εισέρχεται αθόρυβα και με αιθέρια κίνηση στην σκηνή. Στο κέντρο μία στοίβα με χαρτιά ελεύθερου σχεδίου περίμενε το σώμα της να τοποθετηθεί πίσω της και να αρχίσει να απευθύνει τον λόγο στο κοινό. Το μοτίβο της ανάγνωσης της επιστολογραφίας της δημιουργού με ξένισε αρχικά, μιας και ανησύχησα πως ίσως πάρει τη μορφή ενός τηλεοπτικής υφής ντοκουμέντου για την δράση και τους έρωτες της γλύπτριας. Ευτυχώς όμως την εισαγωγή αυτή ακολούθησε η πραγματική μετάλλαξη, μέσα από μία μείξη απαγγελίας / αφήγησης και εσωτερικού μονολόγου, της ικανότατης ηθοποιού στην τραγική φιγούρα που αντικατοπτρίζεται στα γράμματά της.

Μία νεαρή ερωτευμένη καλλιτέχνης, με πάθος για το έργο της αλλά και λαχτάρα για τον “μέντορά” της εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία για να μείνει σε ένα ατελιέ, αφοσιωμένη στην τέχνη και τον εραστή της. Εκείνος δεν διακόπτει τον δεσμό με την επίσημη αγαπημένη του και η Κλωντέλ αρχίζει να βαδίζει σε ένα επικίνδυνο, για την ψυχοσύνθεσή της, μονοπάτι. Η ιστορία έχει εκ των υστέρων αποφασίσει για την αδικία με την οποία αντιμετωπίστηκε η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία της, η μητέρα ωστόσο μαζί με τον αδελφό της, μετά τον θάνατο του πατέρα της (γενναιόδωρος και πάντοτε πιστός σύμμαχος του ταλέντου της) την οδήγησαν βίαια στην απομόνωση από ένα “υγιές” περιβάλλον, στην εξορία ενός ψυχιατρίου, στερώντας της κάθε δικαίωμα στην ελευθερία.

Την πορεία αυτή προς την φθίση και τον θάνατο, η Φωτοπούλου την απέδωσε μέσα από τις κινησιολογικές επιτυχημένες λύσεις (η Αμάλια Μπένετ υπήρξε πολύτιμος συμπαραστάτης της προσπάθειας) αλλά και από την ορθή εκφορά του λόγου, πότε με ψυχραιμία και πότε με μία ασθματική κρίση. Η Φωτοπούλου πήρε αγκαλιά τα λευκά χαρτιά, τα άγγιξε, τα χάιδεψε, τα τσαλάκωσε, τα κόλλησε κυριολεκτικά στο έδαφος, σαν υποκατάσταστα των προσώπων με τα οποία συνδιαλλεγόταν. Παίζοντας διαρκώς με το σώμα της, τσάκισε όπως ένας κατακερματισμένος άνθρωπος και αφέθηκε στο πέρασμα του χρόνου και της ταλαιπώριας, με αποτέλεσμα να νομίζεις πως γέρασε μέσα στα 70 λεπτά του έργου. Όπως παρατήρησε και νεαρή ανερχόμενη ηθοποιός δίπλα μου, η Φωτοπούλου έμοιαζε να μην έχει ηλικία στην παράσταση, καθώς μεταμορφώθηκε (εσωτερικά) από νεαρή Καμίλ στην ηλικιωμένη εκδοχή του εαυτού της. Περνώντας στην λήθη της ανθρώπινης κοινωνικής πραγματικότητας, η γυναίκα που βλέπουμε ξορκίζει με την αλήθεια της το κακό που την κρατάει δέσμια σε μία ακραία κατάσταση. Από την παράσταση δεν έλειψαν σκηνές χιουμοριστικές, με την κυνική απεύθυνση και το σαρκαστικό μειδίαμα της Κλωντέλ να στιγματίζει την εκτός ορίων συμπεριφορά των συγγενών της. Εκείνο που υπήρξε πολύ ενδιαφέρον ήταν ο συνδιασμός αποστασιοποιημένης απαγγελίας των επιστολών σε διαρκή εναλλαγή με μία βιωμένη  εμπειρία των περιγραφόμενων, ως οικειοποίηση των συναισθημάτων της Γαλλίδας γλύπτριας. Η διαφοροποίηση αυτή τόνισε την εγρήγορση του πνεύματος σε ευθεία αντιπαράθεση με την καταστολή του ψυχικού σθένους και τον περιορισμό των σωματικών αντιδράσεων. Ήταν μία πολύ εμπνευσμένη απόδοση και μου άρεσε το γεγονός πως ο κος Κρασανάκης, σκηνοθέτης αλλά και ψυχίατρος, μπόρεσε να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του με τόσο ποιητικό τρόπο.

Ασφαλώς η ιδέα του κου Κρασανάκη δεν θα μπορούσε να ευοδωθεί τόσο αποτελεσματικά χωρίς την παρουσία μίας εκ των σημαντικότερων ηθοποιών που διαθέτει το ελληνικό θέατρο, της Λυδίας Φωτοπούλου. Έχοντας εξοικεωθεί με την λιτότητα αλλά ουσιαστικότητα των ερμηνειών της, δεν περίμενα παρά μία ακόμα αυστηρά συγκεντρωμένη εμφάνιση, με την επιτυχημένη ενστάλλαξη εκρηκτικού ταπεραμέντου στον ρόλο της. Η Καμίλ παρακολουθούσε τους άλλους (Ροντέν, Πωλ κ.ο.κ) αλλά και εμάς, με την ίδια προσήλωση με την οποία εντρυφούσε στην υπαρξιακή της αγωνία. Εκεί ζούσε ξανά το δράμα της ματαίωσης, και επέστρεφε πάλι στη σκηνή για προσθέσει ένα νέο κεφάλαιο στον ταραγμένο βίο της. Μέσα σε ένα απλό σκηνικό – άδειος χώρος, με επίκεντρο την στοίβα που προανέφερα -  η Φωτοπούλου γέμισε με το πείσμα της το κενό από την απουσία κάθε εξωτερικού ερεθίσματος. Την ίδια ώρα τους μονολόγους της διέκοπταν κάποιες αφηγήσεις, πλαισιωμένες με σχετικές εικόνες, που προβάλλονταν στο video wall, (Χρήστος Δήμας) οι οποίες συμπλήρωναν με το μέγεθός τους την μοναχική διαδρομή της Καμίλ. Η Φωτοπούλου πέρασε στην άλλη όχθη το ίδιο σιωπηλά, όπως στα υπόλοιπα λεπτά της παράστασης. Χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις, με άφησε να συναντηθώ εκ νέου με την γυναίκα που αγάπησα τόσο ως δημιουργό όσο και ως άνθρωπο, κατακτώντας κάποια νεά δεδομένα στην βάση εκείνων που ήδη γνώριζα. Με αφετηρία και μόνο το πάθος της για τον Ροντέν, είδαμε μία γυναίκα που σε μεγάλη ηλικία το μόνο που χρειάζεται είναι η μητρική στοργή.

Όσοι θελήσετε να δείτε μία στείρα βιογραφική μεταφορά με τις γνωστές συνθήκες που αντιμετωπίζονται τα αδικοχαμένα πνεύματα – η Κλωντέλ αναγνωρίστηκε ως ιδιοφυής καλλιτέχνης από κριτικούς- καλύτερα να μην παρακολουθήσετε το συγκεκριμένο ανέβασμα. Οι υπόλοιποι μπορείτε να ρισκάρετε να αντιμετωπίσετε κατάματα την πιο αυστηρή τιμωρία ενός ελεύθερου πνεύματος, που ο συντηρητισμός του ίδιου του του αίματος, του επεφύλαξε ως μονάκριβη κληρονομιά και μοίρα.

ΜΑΟΥΖΕΡ – ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΘΕΑΤΡΟ ΑΤΤΙΣ



 Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επιστρέφει στο νέο χώρο του θεάτρου Άττις, για να επαναπροσδιορίσει τα δεδομένα του έργου του Μύλλερ. Το Μάουζερ ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία και τώρα συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο, σε μία εποχή όπου τα γεγονότα που αποτελούν τον πυρήνα της δραματουργίας του μας φαίνονται πιο οικεία παρά ποτέ.

Ο Μύλλερ τροφοδότησε αρκετές φορές τις σκηνοθετικές αναζητήσεις του Τερζόπουλου. Το Μάουζερ αποτελεί τον απαγορευμένο καρπό της λαικής εξέγερσης στην Ανατολική Γερμανία, ένα κείμενο που σαν το δέντρο του καλού και του κακού κρύβει κάτω από τις φλούδες των λέξεων τη βαθειά γνώση της “γύμνιας” της ανθρώπινης κατάστασης. Γραμμένο το 1970, αλλά απαγορευμένο στην εποχή του συγγραφέα, το έργο διεκτραγωδεί τα γεγονότα που έπονταν της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η βία ως κυρίαρχο μέσο επιβολής της όποιας εξουσίας και το παράλογο ως τρόπος συντήρησής της, είτε το προσωπείο της φέρουν μονάρχες, είτε η ίδια η δημοκρατία. Η Γαλλική Επανάσταση είχε μερικούς αιώνες νωρίτερα αποδείξει περίτρανα πόσο πύρρειος είναι μία νίκη επί καταπιεστικών και φαύλων καθεστώτων.
Βασικό θέμα της παράστασης, η δίκη δύο φορέων της επανάστασης (λέγονται και στρατιώτες), που κατηγορούνται  για παράβαση καθήκοντος - υπερβολικός ο ζήλος του ενός να τραβήξει την σκανδάλη, τεράστιος ο δισταγμός του άλλου να το πράξει.

Ο κος Τερζόπουλος παγίδευσε τους ηθοποιούς του μέσα σε ένα σκηνικό που θυμίζει λάκκο με λιοντάρια, εκεί όπου ο Άνθρωπος παλεύει για την ανάγκη του Υπάρχειν. Εξόρισε και την παθητικότητα από την στάση των θεατών, προάγοντάς τους σε ενόρκους, για να μην πω συν κατήγορους του λαικού δικαστηρίου. Τροποποιώντας το σκηνικό σε σχέση με τα περσινά δεδομένα, λειτούργησε και πάλι σε συμβολικό επίπεδο “κρεμώντας” στο σταυρό του μαρτυρίου τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης (και τοποτηρητές της εθνικής μας συνείδησης). Έτσι υπό το αυστηρό βλέμμα της ιστορίας αγωνιζόμαστε μαζί με τους ηθοποιούς να απεγκλωβιστούμε από το αναπότρεπτο του θανάτου, ως επιλογή μίας νομοτελειακής διαδικασίας στην οποία δεν συνηγορήσαμε ποτέ.
Το όχημα της έκφρασης αυτής της τραγωδίας δεν είναι άλλο από τα σώματα των τεσσάρων ηθοποιών, που χορογραφούν την ενοχή που τους αποδίδεται, σπαράσσοντας και κραυγάζοντας την ανάγκη τους να ζήσουν. Στη μία γωνιά ο κατήγορος (Αλέξανδρος Τούντας), επαναλαμβάνει σαν ένας μάντης κακών, τον φόβο που οι υπόλοιποι τρεις “ψέλνουν” ως χορός αρχαίας τραγωδίας.

Η προσέγγιση του κου Τερζόπουλου “φωτίζει” το ψυχολογικό υπόβαθρο των αντιηρωικών χαρακτήρων του, και δίνει φιλοσοφικές προεκτάσεις σε ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί μία περιπέτεια στην διαδρομή του Εγώ προς την αυτοπραγμάτωσή του. Ο μηχανισμός εξουσίας αλλοτριώνει το πεδίο της ελευθερίας του νου για να συντρίψει τελικά το υποκείμενο, ως η αυθεντία μιας αντικειμενικής πραγματικότητας. Εκεί όπου στη λογοτεχνία υπάρχει ο Μπάρναμπυ (Ταξίδι στην άκρη της νύχτας) μέσω του οποίου ο Σέλιν ανατρέπει μια για πάντα τον μύθο μιας ηρωικής πράξης, ο Τερζόπουλος αφαιρεί την “αξιοπρέπεια” της ηρωικής πτώσης. Μακριά από το εικαστικό , παράδοξο σύμπαν του Αlarme ή τον ανοιχτό στον χώρο και τον χρόνο Προμηθέα του, με την ίδια ωστόσο λογική της αποδόμησης της γλώσσας χάρη στην ανάγκη της έκφρασης των αρχέγονων ενστίκτων μας, ο σκηνοθέτης απομονώνει τους τρεις κατηγορούμενους σε ένα ελάχιστο σκηνικό πλαίσιο δράσης, ενεργοποιώντας με αυτό τον τρόπο τις δυνάμεις αντίστασής τους – κάθε λόγος, ήτοι δράση, έχει ως αντίθετη δύναμη την σωματική ενέργεια, ήτοι αντίδραση. Το θύμα λοιπόν μετασχηματίζεται από την επενέργεια του θύτη, και μαζί ο θύτης επιβεβαιώνει τον ρόλο του μέσα στην ιστορική αναγκαιότητα.

Οι έρευνες του Κου Τερζόπουλου περισσότερο έχουν να κάνουν με μία σπουδή στο χώρο, παρά με χρονικούς προσδιορισμούς και θεωρίες συνέχειας. Στη συγκεκριμένη παράσταση οι αναλογίες της ρώσικης επανάστασης με τον ελληνικό εμφύλιο είναι παραπάνω από βέβαιες.“Τί είναι ο άνθρωπος”, δεν σταματάει να μονολογεί  ο Τερζόπουλος, την ώρα που χαμηλώνουν τα φώτα και βυθιζόμαστε για ακόμα μία φορά στο σκοτάδι της ιστορικής συνείδησης.
Κατά την διάρκεια της παράστασης ακούμε τόσο από μεγάφωνα επαναστατικές ιαχές ενώ στην κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, σκηνή ο Αντώνης Μυριαγκός φτάνει μέσα από την επαναληπτικότητα κίνησης – λόγου στην άναρθρη κραυγή ως έκφραση του εσωτερικού πόνου για το αναπότρεπτο του θνήσκειν.

Εκείνο που ονομάζουμε πολιτικό θέατρο και πράγματι ξεκινάει από μία συνθήκη πολιτικής δράσης και προβληματισμού επικεντρωμένου σε αυτήν – η βία ως όπλο κάθε επανάστασης, η ελευθερία ως ουτοπική αναζήτηση και η απόφαση των πολλών να συνθλίψουν το Ένα – ανυψώνεται σε δοκίμιο για την ζωή και την απεγνωσμένη προσπάθεια επιβίωσης του ανθρώπου ενάντια στις πολιτικοκοινωνικές αντιξοότητες. Ασφυξία ήταν το συναίσθημα που κυριάρχησε στην ψυχή μου κατά την διάρκεια της παράστασης, καθώς βρέθηκα να συνδιαλέγομαι με τις δικές μου φοβίες.

Ασφαλώς κατανοώ την ανάγκη κάποιων θεατών για εκτόνωση, ειδικά όταν πλησιάζουν τόσο πολύ το πρόσωπο του τρόμου, ώστε να γελούν σε κάποιες από τις σκηνές. Επίσης δεν μου είναι δύσκολο να καταλάβω τις όποιες αντιρρήσεις για έναν άνθρωπο που με συνέπεια υπερασπίζεται εδώ και πάνω από είκοσι και βάλε χρόνια, την ανάγκη του να κάνει μέσω του θεάτρου, την πιο προσωπική εξομολόγηση στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν μπορείς να πεις πως δεν είχε συγκέντρωση και πάθος και αυτό το ανέβασμα. Όταν στέκεσαι απέναντι σε κάτι τόσο ιδιαίτερο, είτε θα του αντισταθείς, είτε θα του παραδοθείς μέχρι τελικής πτώσης. Ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν για μία διανοητική κατάθεση που ενώ μοιάζει με καταγγελία δεν είναι παρά μία απολογία του ανθρώπου στον Άνθρωπο.

Θα σας πρότεινα να συναντήσετε την αποκάλυψη αυτής της καρδιάς του σκότους, αλλά μονάχα εάν είστε πρόθυμοι να περάσετε λίγα λεπτά της ώρας μετέωροι στο κενό του ανθρώπινου νοήματος.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΒΑΤΡΑΧΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό... κοίταζα τον εαυτό μου μέσα στα μάτια των άλλων. Καθρέφτης που μεγέθυνε ελαττώματα και έκρυβε κάθε υποψία χαμόγελου από το πρόσωπό μου. Νόμιζα πώς όλα πάνω μου ήταν λάθος και έπρεπε να τα διορθώσω για να εξακολουθούν να με κοιτούν αυτά τα μάτια. Και δεν ήταν λίγα τα ζευγάρια κάθε χρώματος που στερέωναν τα δικά τους θέλω επάνω στα δικά μου ονειρεύομαι.

Μέχρι που, χωρίς να με φιλήσει πρίγκηπας, κατάλαβα πώς καμία μάγισσα δεν υπήρχε εκεί να μου δώσει μήλο. Μόνη μου δηλητηριάστηκα. Χρειάστηκαν κάτι λιγότερο από εφτά, και σίγουρα όχι νάνοι, για να μου δείξουν το μονοπάτι προκειμένου να μπω στο δάσος. Κι εκεί κατάλαβα πώς μόνο βάτραχος δεν ήμουν. Και βρήκα ένα σωρό ζευγάρια μάτια να λάμπουν αντικατοπτρίζοντας το φως απ την παλιά σκιά μου.

Από τότε σταμάτησα να κοιτάζω καθρέφτες και άρχισα να ανοίγω παράθυρα!

Πρασσά Νίκη

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

UN TRAMWAY - KRZYSZTOF WARLIKOWSKI



No known bus I’m referring to with the title above. The vehicle, instead, that brought to the theatre perhaps the most tormented heroine in the history of theatrical playwright, was the streetcar named desire. Isabelle Huppert, Renate Jett and other significant actors put themselves at the driver’s, Krzysztof Warlikowski, disposal in order that he’d transfer them in his own pecular universe. More a piece of life and less a performance, this rock synthesis has debunked the myth that Vivian Leigh, Elias Kazan and Marlon Brando once built, so that the play would be enriched with wonderful music brackets and historic narrations (biblical references, Herodis, Salome etc..., as well as ancient Greek literature, for example the part from Plato’s Symposium, in which Aristofanis is talking about the origin of love); a play that has so much to say, even now, about the archetype of a woman at the edge of her own fall. The Polish director has dared to experiment and ended up to propose not only a new “reading” of a very old text but also the deep diving into the psyche of a truly tragic figure.

The first scene could easily be seen as a foreshadowing for the inevitable end. Blanche came forth as a catatonic essence – Warlikowski had the smart idea of using an oblong scene, like an altar, a helpful thing for changing the balances of the simultaneous acts during the play. On that “altar” Blanche was sitting now, eating slowly, mouth opened, while the camera took close ups of her face; meanwhile we hear a beautiful poem. Renate Jett stands next to her, welcoming Blanche to “hell”. After the intro, when the two sisters find again one another, the atmosphere changes, getting into a pulp mood. Flip flops light, rock music and Huppert going from one “costume” to another, always changing her image from a wannabe teenager to a very tired lady, her truth always revealed behind every masquerade she uses to escape her own reality. 

What Warlikowski managed in his play, was to show how confused Blanche is by giving us the perspective of what’s going on inside her mind. He did that by letting her stay constantly on stage, even at the background or hiding in a corner, and we were listening to her secret thoughts and memories. We also witnessed how terrible noisy was her surrounding – I mean the way her mind was processing everything that went on around her. What I found interesting on this performance is the freedom of choice the director gave the audience; the choice to see Williams’s drama from the point that suits you best. He did that by using a camera and showing on the screen one scene while another one was taking place at the same time. Take the frozen lips on screen during Blanche’s date with Mitch for example.

One of the most memorable acts (and they weren’t few) was the time Stanley raped his sister in law. It begun with Isabelle hiding her face and arms in a dress and narrating the story I mentioned before, from Plato’s work. This way she depicted the unity of body and soul before Zeus separated males and females was perhaps one of the most fascinating scenes in the whole play. Stanley is watching her all the time. When the story finishes he comes and let her lean on him. We usually see this scene on high volume, but the director here prefers not to set the alarm on fire. He is so tender with the two “animals”, giving them a moment to come close and feel their resemblance. They are both lonely wolves, with the difference that Blanche eats her own flesh by throwing herself to the hunters, while Stanley eats every sheep, even if he recognizes a wolf underneath the wool. It’s very interesting how calm the whole conversation is, with the sexual tension leading the action. But even though the bottle never breaks, we feel the noise of the shattered glass; and thus end up all Blanche’s hope that one male body might heel her wounded soul.
Warlikowski did a lot of personal reading as we see. He gave us a whole new perspective of the play, by bringing to surface whatever lied in the bottom of Tennessee’s work. He deals with the words by delivering to the right person; for example when Stanley says something naughty to Stella, he has eye-contact with her sister. I like the way the director plays like that. It gives spicy details to a play that should ne spicy, considering its author’s personality.

Huppert, the most valuable arrow in his quiver, has brought on stage her experience. She played the decadence southern lady, an old coquette, without the narcissism a lot of actresses usually give upon her. Isabelle wasn’t afraid to become ugly, letting the audience see her fears, hiding like a child under the bed, begging for kindness. She, a treasure once, now has become a chased animal. The scene where she is hiding under the bed watching her first husband dancing with his lover as well as the one at the end when she begs Stanley yelling: “live me alone”, will haunt my memories for a long time. She had the courage to let her wounds exposed to Kowalski and us, too. She didn’t play her role using flatus technics, but she had an exquisite simplicity that makes us holding onto her every word. She has our attention, always, and she has managed to show Blanche more human than every other time we have seen her on stage.
The other actors, following director’s line, without giving life performances they gave life to their performances. Andrjez Chyra had Brando’s barrier to overcome and he succeeded to stay out of his shadow, giving light to Stanley’s shadow. He was vulgar, a total savage with not a single moment of sensitivity, thrusting Blanche’s magic world for he knows only reality.

Warlikowski doesn’t allow himself to take places and show mercy or judge any of his heroes. He just has a story to tell, with humans and not monsters, thus his position is beyond good and evil, an essay on humans reactions to society’s restrictions. He leaves us the freedom to make our own conclusions. Like a maestro he just touches the strings and let his actors play the symphony, according to their characters.

I can’t possible wrap this article up without noticing the amazing performance of Renate Jett. The actress who met Warlikowski in Stuttgart and let him bring the best out of her, is once again astonishing on stage, using her acting and singing talent. She has such energy that you think she could explode anytime, spreading her magic all over the place. Sometimes she sung discreet while something else was going on, giving the scene a divine atmosphere, others she came in front and made a hell of a show. The best part was when she stopped singing “all by myself” and burst out about people’s habits to compromise and give up on themselves. The audience loved her cause she puts her soul above any technics and so she has made magic tricks on reality. She is kind of the other half of Blanche; the sane lunatic perhaps.

140 minutes were not at all boring and the audience’s applause is the best proof for this. Warlikowski dared to change the rhyme from scene to scene and to compose a new language while translating this old play; the language that lies in the deepest rooms of a human’s soul. He managed to make me feel like I’m finding myself on Blanche’s mirror, not in the sense of a psychological perspective but more like dealing with our human’s nature common faith. In conclusion to the kindness of a stranger, Krzysztof Warlikowski, I owe the magic trip of a theatrical evening through the borderline of logic and madness, charm and wear, passion and guilt, life and art! 

http://www.youtube.com/watch?v=7dQYL6hcJlQ 

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

ΛΙΩΜΕΝΟ ΒΟΥΤΥΡΟ REVISITED - ΘΕΑΤΡΟ ΘΗΣΕΙΟΝ



Δεν πρόλαβαν να περάσουν τρία χρόνια από τότε που έλιωσε για πρώτη φορά στο στόμα μου το βουτυρένιο σώμα μιας καλής θεατρικής παράστασης και είχα την τύχη να δοκιμάσω εκ νέου την επιτυχημένη συνταγή της. Με ελαφρώς πειραγμένα τα συστατικά της, που διαφοροποίησαν παρά στέρησαν  την όποια νοστιμάδα από τη συνταγή της , η σκηνική απόδοση του έργου του Σάκη Σερέφα από τον Σίμο Κακάλα ξεκίνησε τη νέα πορεία της προς την επιτυχία, αυτή τη φορά από την επαρχία.
Περισσότερο από ερωτική ιστορία και πολύ πιο ουσιαστική από απλή τοιχογραφία ηθών και χαρακτήρων της Ελλάδας  του ’60, η παράσταση που φιλοτέχνησε ο νεαρός σκηνοθέτης δοκιμάζει να αποσυνθέσει τόσο την μυθοπλασία όσο και τις θεατρικές φόρμες για να αφήσει εκτεθειμένη την αλήθεια (της Λούλας αλλά και της Έλενας) στα μάτια ενός κοινού συνηθισμένου να καθοδηγείται από τα κατά συνθήκη ψέματα της τέχνης.
Το 2009 στο θέατρο Χώρα αφέθηκα στις εξαιρετικές αυτοσχέδιες ερμηνείες τόσο της  Μαυρίδου όσο και του Μαυροματάκη,  γέλασα με τις ανάλαφρες – καίτοι βαθύτατα πικρές – διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων ενός δράματος, από αυτά που η ανθρώπινη φύση έχει την ικανότητα να εκτελεί άψογα, ενώ στη μνήμη μου καταγράφηκε η αισθητικά πιο όμορφη ερωτική σκηνή, από αυτές που μέσα τους κλείνουν εκτός από την απόλυτη ηδονή του πάθους και τον θάνατο. Ο Σερέφας κατορθώνει να ζωντανέψει με την πένα του τα άψυχα χάρτινα κορμιά των ηρώων του, τόσο επιτυχημένα όσο ο Κακάλας χορογραφεί τις κινήσεις του αίματός του που βράζει από πόθο (έρωτα – Τάσος ή ελευθερίας – Λούλα).
Το 2012 ο δημιουργός  του Γκόλφω 2.3 Beta, σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα και εντελώς μακριά από το ευτελές δήθεν μιας αστικής σοβαροφάνειας, επαναπροσδιορίζει την λέξη θίασος και καταλήγει με τους συνεργάτες του να δώσει θετικό πρόσημο στην αδίκως υποβαθμισμένη έννοια του θεατρικού μπουλουκιού. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η δική του αμεσότητα και ως ερμηνευτή, αν και δίπλα στις αδελφές Μαυρίδου και Κούζα είναι κάπως δύσκολο να θέλεις να σταθείς ισάξιος. Μετά την πρώτη παρουσία της στην Μικρή Επίδαυρο λοιπόν, η ομάδα Χώρος όργωσε την επαρχία και κατέληξε στο Θησείον, για να γιορτάσει την 8χρονη παρουσία της με φρέσκια κι ερευνητική ματιά σε ό,τι συνθέτει το νέο ελληνικό θέατρο.
Στην επανάληψή της, όλα ήταν πάλι εδώ. Τα προσωπεία και οι μάσκες, η εντυπωσιακή σωματική κίνηση – μεταμόρφωση των πρωταγωνιστών, η εκφραστικότητα της Μαυρίδου –  ο σαρκασμός και η διαρκής διάθεση αυτουπονόμευσης της τραγικής υφής ενός εγκλήματος. Ο θεατής καλείται να συνομιλήσει με τα πρόσωπα, να συμφωνήσει ή να συνωμοτήσει μαζί τους, να παρηγορήσει ενίοτε αλλά και να σχολιάσει με προτροπή του ίδιου του σκηνοθέτη τα δρώμενα, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο πως μια παράσταση είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που με την σκέψη του θεατή ανασαίνει κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Οι ηθοποιοί πάντα έτοιμοι να χρησιμοποιηθούν ως οχήματα εξέλιξης αυτού του διαλόγου μεταξύ κοινού και ρόλων. Και είναι από τις λίγες φορές που βλέπω κάποιους να το κάνουν τόσο επιτυχημένα.
Την παράσταση είχα την ατυχία να δω την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου, κατευθείαν μετά τις τραγικές εικόνες που ζήσαμε όσοι προσπαθήσαμε να βρεθούμε στο Σύνταγμα για να φωνάξουμε ενάντια στην υποθήκευση του μέλλοντός μας. Ο Κακάλας δεν δίστασε να σχολιάσει με το ιδιαίτερο χιούμορ του τον εκτροχιασμό κάθε απόπειρας ειρηνικής διαδήλωσης που απαντάται τα τελευταία  μεταπολιτευτικά χρόνια στην Αθήνα. Σε μια μπαρουτοκαπνισμένη πρωτεύουσα, η δική του οξυδερκής στάση απέναντι στους ανθρώπους εν πρώτοις και την τέχνη στη συνέχεια, αν μη τι άλλο δίνει το παράδειγμα για το πώς η αποδόμηση μπορεί με λίγη φαντασία (καλλιτεχνική ανησυχία το βαφτίζουν οι πιο λόγιοι) να οδηγήσει στην δημιουργική σύνθεση ενός νέου τρόπου να είσαι, να (επι)κοινωνείς και να φαίνεσαι.

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡΜΑΡΚΕΤ


Για την ακρίβεια δεν θα χρειαστείτε λίστα με ψώνια ενώ η «αγορά» σας θα αφαιρέσει από τον προϋπολογισμό σας 15 ευρώ.  Στο ράφι θα βρίσκονται όλες οι συνισταμένες μίας καλής παράστασης κι εσείς δεν έχετε παρά να διαλέξετε το προϊόν που καλύπτει τις καθαρτήριές σας ανάγκες. Ραντεβού κάθε Τρίτη λοιπόν, αλλά και Δευτέρα, Κυριακή και Σάββατο, στο Μεταξουργείο, για να ανεβείτε στον επάνω φιλόξενο χώρο του Από μηχανής θεάτρου και να ζεσταθείτε από την θερμή ερμηνεία του Κου Φαίδωνα Καστρή.
Ο Emmanuel Darley αφηγείται την ιστορία του Ζαν και της Μαρί στο έργο με τον πρωτότυπο τίτλο Le Mardi à Monoprix. Με απλά λόγια τοποθετεί το αγόρι και την ενήλικη γυναίκα στο πατρικό τους σπίτι, απέναντι σε έναν αποστασιοποιημένο πατέρα και δίπλα σε έναν κόσμο αδιάκριτα και ασφυκτικά παρόντα. Η Κατερίνα Μπερδέκα από την άλλη εμπιστεύεται τον πλούτο των εκφραστικών μέσων του ηθοποιού της, αφήνοντάς τον να ισορροπήσει την εύθραυστη και τραυματισμένη, ψυχικά, κατάσταση του Ζαν-Πιερ πάνω στα τακούνια της απελευθερωμένης αλλά ανασφαλούς Μαρί – Πιερ. Ανθρώπινη αγάπη και τίποτα άλλο, όπως έλεγε και ο Λουίς Σεπούλβεδα, κι έτσι η σκηνοθέτης παρακολουθεί σιωπηλά την  επιστροφή στην ‘πατρίδα’ – ήτοι την παιδική ηλικία – ενός ανθρώπου που έχει ανάγκη να δει στον καθρέφτη κάτι άλλο εκτός από τη μοναξιά του.
Η όλη παράσταση, διάρκειας 70 λεπτών, στηρίζεται στην προσωπική κατάθεση του Φαίδωνα Καστρή, ταλαντούχου ,εδώ και χρόνια, ρολίστα , ο οποίος υπηρετεί αθόρυβα αλλά ουσιαστικά την ελληνική θεατρική σκηνή. Στο έργο του Darley, με την οξυδέρκειά του ζωντανεύει όχι μονάχα την «αυτή καθ’ αυτή» ηρωίδα του αλλά και τον «εν πάση περιπτώσει» πατέρα της. Χωρίς υπερβολές που θα υπερτόνιζαν τις ιδιαιτερότητες του τρανσέξουαλ υποκειμένου του, ο Καστρής περισσότερο αναζητά την «γαλήνη» πριν την τραγωδία που αναμένεται να ξεσπάσει. Γενικά θα έλεγα πως όλη η σκηνή μέσα στο σούπερμάρκετ, με την σχέση παιδιού-γονέα να γίνεται αντικείμενο βοράς των γειτόνων, καθώς και η συνάντηση την ώρα της επιστροφής στο σπίτι με την μυστηριώδη γυναίκα που χαρίζει την πολυπόθητη αναγνώριση στην Μαρί, έχει να πει πολλά για τις ανθρώπινες σχέσεις στην ήδη πληγείσα από τον ιό της αποξένωσης κοινωνία μας.
Ο θεατής θα αναγνωρίσει τον εαυτό του τόσο στο πρόσωπο του Ζαν όσο και σε αυτό της Μαρί, ως εγκλωβισμένο και φοβισμένο παιδί που αναζητά την ταυτότητά του αλλά και ως απελευθερωμένο αλλά μοναχικό πλάσμα που επιζητεί την ένταξη στο περιβάλλον του. Ταυτόχρονα θα αναγνωρίσει εκείνον που στέκεται απέναντί του, ως πατρική φιγούρα που δεν θα στηρίξει τις επιλογές του.
Στα συν του ανεβάσματος η ωραία και προσεγμένη μετάφραση της Μήνας Πατεράκη – Γαρέφη, οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα – βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες τις εναλλαγές στους ψυχρούς τόνους  αλλά και το «εγκληματικό» λευκό που δέσποζε – το λιτό σκηνικό του Νίκου Αναγνωστόπουλου αλλά και τα κοστούμια του ιδίου, που συνέβαλλαν στην προσεγμένη  εμφάνιση της Μαρί-Πιερ. Οι μελαγχολικές νότες της ζωντανά ερμηνευμένης μουσικής από τον Θέμη Συμβουλόπουλο έσβηναν πολύ όμορφα τις εξάρσεις της Μαρί, κάνοντας εύκολη την μετάβαση στην ύφεση της εσωτερικής της τρικυμίας.
Φεύγοντας από το θέατρο αναρωτιόμουν εάν οι αθηναίοι θα ανταποκριθούν σε ένα έργο που εστιάζει στις ανθρώπινες σχέσεις σε μια εποχή που το μόνο που μας απασχολεί είναι η οικονομική εξαθλίωση. Δεν πρόλαβα να απομακρυνθώ από την Ακαδήμου και βρέθηκα να περπατάω μέσα στο κρύο, δίπλα σε ανθρώπους που κοιμόντουσαν στα πεζοδρόμια της Κολωνού. Αυτή είναι πλέον η πραγματικότητά μου και χαίρομαι που έχω ως βάλσαμο στην ασχήμια της την ομορφιά και ζεστασιά ενός μικρού ταξιδιού, σαν αυτό μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας κάθε Τρίτη στο σούπερμάρκετ.