Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ΜΑΟΥΖΕΡ – ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΘΕΑΤΡΟ ΑΤΤΙΣ



 Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επιστρέφει στο νέο χώρο του θεάτρου Άττις, για να επαναπροσδιορίσει τα δεδομένα του έργου του Μύλλερ. Το Μάουζερ ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία και τώρα συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο, σε μία εποχή όπου τα γεγονότα που αποτελούν τον πυρήνα της δραματουργίας του μας φαίνονται πιο οικεία παρά ποτέ.

Ο Μύλλερ τροφοδότησε αρκετές φορές τις σκηνοθετικές αναζητήσεις του Τερζόπουλου. Το Μάουζερ αποτελεί τον απαγορευμένο καρπό της λαικής εξέγερσης στην Ανατολική Γερμανία, ένα κείμενο που σαν το δέντρο του καλού και του κακού κρύβει κάτω από τις φλούδες των λέξεων τη βαθειά γνώση της “γύμνιας” της ανθρώπινης κατάστασης. Γραμμένο το 1970, αλλά απαγορευμένο στην εποχή του συγγραφέα, το έργο διεκτραγωδεί τα γεγονότα που έπονταν της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η βία ως κυρίαρχο μέσο επιβολής της όποιας εξουσίας και το παράλογο ως τρόπος συντήρησής της, είτε το προσωπείο της φέρουν μονάρχες, είτε η ίδια η δημοκρατία. Η Γαλλική Επανάσταση είχε μερικούς αιώνες νωρίτερα αποδείξει περίτρανα πόσο πύρρειος είναι μία νίκη επί καταπιεστικών και φαύλων καθεστώτων.
Βασικό θέμα της παράστασης, η δίκη δύο φορέων της επανάστασης (λέγονται και στρατιώτες), που κατηγορούνται  για παράβαση καθήκοντος - υπερβολικός ο ζήλος του ενός να τραβήξει την σκανδάλη, τεράστιος ο δισταγμός του άλλου να το πράξει.

Ο κος Τερζόπουλος παγίδευσε τους ηθοποιούς του μέσα σε ένα σκηνικό που θυμίζει λάκκο με λιοντάρια, εκεί όπου ο Άνθρωπος παλεύει για την ανάγκη του Υπάρχειν. Εξόρισε και την παθητικότητα από την στάση των θεατών, προάγοντάς τους σε ενόρκους, για να μην πω συν κατήγορους του λαικού δικαστηρίου. Τροποποιώντας το σκηνικό σε σχέση με τα περσινά δεδομένα, λειτούργησε και πάλι σε συμβολικό επίπεδο “κρεμώντας” στο σταυρό του μαρτυρίου τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης (και τοποτηρητές της εθνικής μας συνείδησης). Έτσι υπό το αυστηρό βλέμμα της ιστορίας αγωνιζόμαστε μαζί με τους ηθοποιούς να απεγκλωβιστούμε από το αναπότρεπτο του θανάτου, ως επιλογή μίας νομοτελειακής διαδικασίας στην οποία δεν συνηγορήσαμε ποτέ.
Το όχημα της έκφρασης αυτής της τραγωδίας δεν είναι άλλο από τα σώματα των τεσσάρων ηθοποιών, που χορογραφούν την ενοχή που τους αποδίδεται, σπαράσσοντας και κραυγάζοντας την ανάγκη τους να ζήσουν. Στη μία γωνιά ο κατήγορος (Αλέξανδρος Τούντας), επαναλαμβάνει σαν ένας μάντης κακών, τον φόβο που οι υπόλοιποι τρεις “ψέλνουν” ως χορός αρχαίας τραγωδίας.

Η προσέγγιση του κου Τερζόπουλου “φωτίζει” το ψυχολογικό υπόβαθρο των αντιηρωικών χαρακτήρων του, και δίνει φιλοσοφικές προεκτάσεις σε ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί μία περιπέτεια στην διαδρομή του Εγώ προς την αυτοπραγμάτωσή του. Ο μηχανισμός εξουσίας αλλοτριώνει το πεδίο της ελευθερίας του νου για να συντρίψει τελικά το υποκείμενο, ως η αυθεντία μιας αντικειμενικής πραγματικότητας. Εκεί όπου στη λογοτεχνία υπάρχει ο Μπάρναμπυ (Ταξίδι στην άκρη της νύχτας) μέσω του οποίου ο Σέλιν ανατρέπει μια για πάντα τον μύθο μιας ηρωικής πράξης, ο Τερζόπουλος αφαιρεί την “αξιοπρέπεια” της ηρωικής πτώσης. Μακριά από το εικαστικό , παράδοξο σύμπαν του Αlarme ή τον ανοιχτό στον χώρο και τον χρόνο Προμηθέα του, με την ίδια ωστόσο λογική της αποδόμησης της γλώσσας χάρη στην ανάγκη της έκφρασης των αρχέγονων ενστίκτων μας, ο σκηνοθέτης απομονώνει τους τρεις κατηγορούμενους σε ένα ελάχιστο σκηνικό πλαίσιο δράσης, ενεργοποιώντας με αυτό τον τρόπο τις δυνάμεις αντίστασής τους – κάθε λόγος, ήτοι δράση, έχει ως αντίθετη δύναμη την σωματική ενέργεια, ήτοι αντίδραση. Το θύμα λοιπόν μετασχηματίζεται από την επενέργεια του θύτη, και μαζί ο θύτης επιβεβαιώνει τον ρόλο του μέσα στην ιστορική αναγκαιότητα.

Οι έρευνες του Κου Τερζόπουλου περισσότερο έχουν να κάνουν με μία σπουδή στο χώρο, παρά με χρονικούς προσδιορισμούς και θεωρίες συνέχειας. Στη συγκεκριμένη παράσταση οι αναλογίες της ρώσικης επανάστασης με τον ελληνικό εμφύλιο είναι παραπάνω από βέβαιες.“Τί είναι ο άνθρωπος”, δεν σταματάει να μονολογεί  ο Τερζόπουλος, την ώρα που χαμηλώνουν τα φώτα και βυθιζόμαστε για ακόμα μία φορά στο σκοτάδι της ιστορικής συνείδησης.
Κατά την διάρκεια της παράστασης ακούμε τόσο από μεγάφωνα επαναστατικές ιαχές ενώ στην κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, σκηνή ο Αντώνης Μυριαγκός φτάνει μέσα από την επαναληπτικότητα κίνησης – λόγου στην άναρθρη κραυγή ως έκφραση του εσωτερικού πόνου για το αναπότρεπτο του θνήσκειν.

Εκείνο που ονομάζουμε πολιτικό θέατρο και πράγματι ξεκινάει από μία συνθήκη πολιτικής δράσης και προβληματισμού επικεντρωμένου σε αυτήν – η βία ως όπλο κάθε επανάστασης, η ελευθερία ως ουτοπική αναζήτηση και η απόφαση των πολλών να συνθλίψουν το Ένα – ανυψώνεται σε δοκίμιο για την ζωή και την απεγνωσμένη προσπάθεια επιβίωσης του ανθρώπου ενάντια στις πολιτικοκοινωνικές αντιξοότητες. Ασφυξία ήταν το συναίσθημα που κυριάρχησε στην ψυχή μου κατά την διάρκεια της παράστασης, καθώς βρέθηκα να συνδιαλέγομαι με τις δικές μου φοβίες.

Ασφαλώς κατανοώ την ανάγκη κάποιων θεατών για εκτόνωση, ειδικά όταν πλησιάζουν τόσο πολύ το πρόσωπο του τρόμου, ώστε να γελούν σε κάποιες από τις σκηνές. Επίσης δεν μου είναι δύσκολο να καταλάβω τις όποιες αντιρρήσεις για έναν άνθρωπο που με συνέπεια υπερασπίζεται εδώ και πάνω από είκοσι και βάλε χρόνια, την ανάγκη του να κάνει μέσω του θεάτρου, την πιο προσωπική εξομολόγηση στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν μπορείς να πεις πως δεν είχε συγκέντρωση και πάθος και αυτό το ανέβασμα. Όταν στέκεσαι απέναντι σε κάτι τόσο ιδιαίτερο, είτε θα του αντισταθείς, είτε θα του παραδοθείς μέχρι τελικής πτώσης. Ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν για μία διανοητική κατάθεση που ενώ μοιάζει με καταγγελία δεν είναι παρά μία απολογία του ανθρώπου στον Άνθρωπο.

Θα σας πρότεινα να συναντήσετε την αποκάλυψη αυτής της καρδιάς του σκότους, αλλά μονάχα εάν είστε πρόθυμοι να περάσετε λίγα λεπτά της ώρας μετέωροι στο κενό του ανθρώπινου νοήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.